Ο Bruce Springsteen οραματίστηκε το τρίτο του άλμπουμ ως έναν κύκλο τραγουδιών που ξεκινάει το ξημέρωμα και τελειώνει την αυγή, με τη φυσαρμόνικα στο «Thunder Road» να λειτουργεί ως εγερτήριο σάλπισμα και με το «Jungleland» στο τέλος να ρίχνει την αυλαία. Ενδιάμεσα υπάρχει άφθονο δράμα, με τους ζωντανούς χαρακτήρες του Springsteen να μπλέκουν σε σκοτεινά σοκάκια, όπου παλεύουν για την ελευθερία (ή, τουλάχιστον, για τη λύτρωση).
Τα δύο πρώτα άλμπουμ του περιείχαν επικές ιστορίες με συναρπαστικούς χαρακτήρες. Αλλά με το Born to Run, βρήκε τελικά τον τρόπο να κάνει αυτές τις ιστορίες πιο σφιχτές και πιο άμεσες. Αργότερα ο Springsteen θα χαρακτήριζε το ομώνυμο κομμάτι ως τη στιγμή που έμαθε να συνδυάζει με επιτυχία τη δύναμη και το συναίσθημα —στιχουργικά και μουσικά— σε μια πιο σύντομη φόρμα, ενώ παράλληλα εξακολουθούσε να έχει τον ίδιο αντίκτυπο. Δομημένο σαν μια πιο τραχιά και ευφάνταστη εκδοχή του διαβόητου Wall of Sound του Phil Spector, το Born to Run καταφέρνει να ακούγεται ταυτόχρονα ενθουσιώδες, σπαρακτικό, στοχαστικό και τραγικό — η καθοριστική στιγμή του Springsteen ως ερμηνευτή και ως τραγουδοποιού.